- χαλβαδοποιϊα
- η производство халвы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλβαδοποιία — η, Ν 1. η τέχνη και το επάγγελμα τού χαλβαδοποιού, η τέχνη τής παρασκευής χαλβά 2. βιοτεχνία ή βιομηχανία που παρασκευάζει χαλβά και η αντίστοιχη εγκατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβαδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 οτην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαλβαδοποιία — η η τέχνη ή η βιομηχανία της κατασκευής χαλβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)